Πειραικῶν

Πειραικῶν
Πειραϊκῶν , Πειραιεύς
from P.
fem gen pl
Πειραϊκῶν , Πειραιεύς
from P.
masc/neut gen pl
Πειραικός
from P.
fem gen pl
Πειραικός
from P.
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πειραικῶν — πειραϊκῶν , πειραικός from P. fem gen pl πειραϊκῶν , πειραικός from P. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Воланакис, Константинос — Константинос Воланакис Константинос Воланакис (греч …   Википедия

  • Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”